- μολυβδίζω
- μολυβδ-ίζω,A to be leaden in colour, Olymp.Alch.p.71 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυβδίζω — (Α) [μόλυβδος] έχω ή παίρνω το χρώμα τού μολύβδου … Dictionary of Greek
μολυβδίζοντα — μολυβδίζω to be leaden in colour pres part act neut nom/voc/acc pl μολυβδίζω to be leaden in colour pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek